- ἐνιππεῦσαι
- ἐνιππεύωride inaor inf actἐνιππεύωride inaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενιππεύω — ἐνιππεύω (Α) [ιππεύω] ιππεύω σ έναν τόπο, κάνω ιππασία κάπου, χρησιμοποιώ ιππικό («ἐπιτηδεότατον χωρίον ἐνιππεῡσαι», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek